- βουτηχτά
- επίρρ.1) ныряя; 2) тайком, украдкой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουτηχτός — ή, ό επίρρ. βουτηχτά ο βρεγμένος, ο βουτηγμένος: Έφαγα ψωμί βουτηχτό στο γάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)